πρέσβιν

πρέσβιν
πρέσβις
ambassador
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρέσβις — (I) εως, Α πρεσβευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγν. τ. τού πρέσβυς, κατά τα ουσ. σε ις, εως]. (II) εως, ἡ, Α 1. ηλικία («κατά πρέσβιν» κατά την ηλικία, Ύμν. Ερμ.) 2. ηλικιωμένη γυναίκα, γριά («γυνὴ πρέσβις τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡσα», Αίσωπ.) 3. η σύζυγος τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”